- μυδριατικό
- Φάρμακο το οποίο όταν ενσταλλάζεται στο μάτι, προκαλεί διαστολή της κόρης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νεοσυνεφρίνη — η (φαρμ.) συνθετικό φάρμακο που χρησιμοποιείται ως μυδριατικό, αλλ. φαινυλεφρίνη … Dictionary of Greek